- ρυγχωτός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει ρύγχος, ο ρυγχοφόρος2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρυγχωτάάλλη ονομασία τής τάξης εντόμων ημίπτερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. τριχ-ωτός). Η λ. με τις επιστημονικές της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rynchotous / rhynchota, και μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.